συκοφαντικός — ή, ό / συκοφαντικός, ή, όν, ΝΜΑ [συκοφάντης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συκοφάντη ή στη συκοφαντία ή αυτός που αποβλέπει στη συκοφαντία (α. «συκοφαντική ενέργεια» β. «δίκην... συκοφαντικωτέραν», Δημοσθ.) νεοελλ. φρ. «συκοφαντική… … Dictionary of Greek
κακολογώ — (AM κακολογῶ, έω) [κακολόγος] 1. (μτβ.) λέγω άσχημα, υβριστικά ή συκοφαντικά λόγια για κάποιον, υβρίζω, βλασφημώ, κατηγορώ, συκοφαντώ, διαβάλλω κάποιον «ὁ κακολογῶν πατέρα αὐτοῡ ἢ μητέρα αὐτοῡ τελευτήσει θανάτῳ», ΠΔ) 2. (αμτβ.) λέγω κακούς λόγους … Dictionary of Greek
ληστεία — Η ένοπλη επιβουλή εναντίον προσώπων και πραγμάτων από άτομα οργανωμένα σε συμμορίες υπό την ηγεσία ενός αρχηγού. Η λέξη λ. χαρακτηρίζει γενικά τη δράση που λαμβάνει χώρα στην ξηρά και διακρίνεται από την ανάλογη δράση στη θάλασσα, η οποία… … Dictionary of Greek
σεσυκοφαντημένως — Α επίρρ. συκοφαντικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. σεσυκοφαντημένος τού συκοφαντῶ] … Dictionary of Greek
φλέος — (I) ὁ, Α βλ. φλέως. (II) Α (κατά τον Ησύχ.) «βασκανία, φθορά». [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. ο οποίος αποτελεί πιθ. παρ. τού ρ. φλέω με σημ. «φλυαρώ» (βλ. λ. φλέω), οπότε αρχική σημ. της λ. θα ήταν μια σημ. «φλυαρία, λόγια συκοφαντικά, βλαβερά». Το γένος… … Dictionary of Greek
ψίθυρος — ο / ψίθυρος, ον, ΝΑ νεοελλ. 1. σιγανή, συγκεχυμένη ομιλία, μουρμούρισμα 2. κάθε είδους σιγανού και μονότονου θορύβου («ο ψίθυρος τών φύλλων») 3. ζωολ. γένος υμενόπτερων εντόμων αρχ. 1. αυτός που ψιθυρίζει 2. (για μουσ.) αυτός που ηχεί ήρεμα,… … Dictionary of Greek
Αισχυλίδης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Συγγραφέας (7ος αι. π.Χ.). Έγραψε τα Γεωργικά, από το οποίο διασώθηκαν δύο αποσπάσματα, που αναφέρονται στην Κέα. 2. Αθηναίος πολιτικός (τέλη 5ου αι. π.Χ.). Όργανο των Τριάκοντα τυράννων της Αθήνας. Μαζί με έναν άλλο … Dictionary of Greek